Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
agleam
01
λαμπερός, αστραφτερός
shining brightly or gleaming, often with a soft or reflective light
Παραδείγματα
The lake was agleam under the moonlight, casting a serene glow.
Η λίμνη λάμπυριζε κάτω από το φως του φεγγαριού, ρίχνοντας μια γαλήνια λάμψη.
Her eyes were agleam with excitement as she opened the gift.
Τα μάτια της λάμπαν από τον ενθουσιασμό καθώς άνοιγε το δώρο.



























