Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
stir-crazy
01
τρελός από τη φυλάκιση, ανήσυχος από τη διαμονή
mentally restless or unbalanced due to prolonged confinement
Παραδείγματα
He went stir-crazy after weeks in solitary.
Έγινε τρελός μετά από εβδομάδες στη μοναξιά.
The inmates were getting stir-crazy during lockdown.
Οι κρατούμενοι γίνονταν ανήσυχοι κατά τη διάρκεια του lockdown.



























