Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bloatware
01
ανεπιθύμητο προεγκατεστημένο λογισμικό, περιττό προεγκατεστημένο λογισμικό
unwanted or unnecessary pre-installed software on a device
Παραδείγματα
My new phone came with so much bloatware.
Το νέο μου τηλέφωνο ήρθε με τόσο πολύ bloatware.
Users often uninstall bloatware to free up space.
Οι χρήστες συχνά απεγκαθιστώνουν το bloatware για να ελευθερώσουν χώρο.



























