Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
bloated
01
φουσκωμένος, πρησμένος
swollen or enlarged, often due to excess fluid or overeating
Παραδείγματα
After eating a large meal, Jack felt bloated and uncomfortable.
Μετά από ένα μεγάλο γεύμα, ο Τζακ ένιωθε φουσκωμένος και άβολα.
Sarah 's bloated stomach was a result of consuming too much soda and junk food.
Το φουσκωμένο στομάχι της Σάρα ήταν το αποτέλεσμα της κατανάλωσης πολλής σόδας και junk food.
Λεξικό Δέντρο
bloated
bloat



























