Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
benched
01
κρατημένος ως εφεδρικός, στην αναμονή
kept as a backup romantic or dating option while the other person pursues someone else
Παραδείγματα
She keeps texting me but never makes plans; definitely benched.
Συνεχίζει να μου στέλνει μηνύματα αλλά ποτέ δεν κάνει σχέδια? σίγουρα στο πάγκο.
He realized he was benched when she started dating someone new.
Συνειδητοποίησε ότι τον άφησαν στην αναμονή όταν αυτή άρχισε να βγαίνει με κάποιον νέο.



























