Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
bemused
01
σαστισμένος, μπερδεμένος
showing confusion, often mixed with mild amusement or curiosity
Παραδείγματα
She gave him a bemused look after hearing his odd suggestion.
Του έριξε μια σαστισμένη ματιά αφού άκουσε την περίεργη πρότασή του.
The crowd was bemused by the magician ’s trick, unsure of how it was done.
Το πλήθος ήταν σαστισμένο από το τρικ του μάγου, μη γνωρίζοντας πώς έγινε.



























