Addled
volume
British pronunciation/ˈædə‍ld/
American pronunciation/ˈædəɫd/

Ορισμός και Σημασία του "addled"

01

confused and vague; used especially of thinking

02

(of eggs) no longer edible

word family

addle

addle

Verb

addled

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store