Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
addled
Παραδείγματα
After the long day, he felt addled and could n't focus on his work.
Μετά από τη μακρά μέρα, αισθάνθηκε σαστισμένος και δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στη δουλειά του.
The addled man struggled to recall his own name.
Ο μπερδεμένος άνδρας αγωνίστηκε να θυμηθεί το δικό του όνομα.
02
σαθρός, ακατάλληλος για κατανάλωση
(of eggs) no longer edible
Λεξικό Δέντρο
addled
addle



























