addled
a
ˈæ
αι
ddled
dəld
νταλντ
British pronunciation
/ˈædə‍ld/

Ορισμός και σημασία του "addled"στα αγγλικά

01

μπερδεμένος, σαστισμένος

having one's mind confused or muddled, often due to fatigue, shock, or age
example
Παραδείγματα
After the long day, he felt addled and could n't focus on his work.
Μετά από τη μακρά μέρα, αισθάνθηκε σαστισμένος και δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στη δουλειά του.
The addled man struggled to recall his own name.
Ο μπερδεμένος άνδρας αγωνίστηκε να θυμηθεί το δικό του όνομα.
02

σαθρός, ακατάλληλος για κατανάλωση

(of eggs) no longer edible
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store