Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to adduce
01
επικαλούμαι, αναφέρω ως απόδειξη
to cite as evidence or proof in support of an argument or claim
Παραδείγματα
The prosecutor adduces witness testimony to strengthen the case against the defendant.
Ο εισαγγελέας επικαλείται την κατάθεση των μαρτύρων για να ενισχύσει την υπόθεση εναντίον του κατηγορουμένου.
The historian adduced multiple primary sources to support her thesis in the research paper.
Η ιστορικός παρέθεσε πολλαπλές πρωτογενείς πηγές για να υποστηρίξει τη διατριβή της στην ερευνητική εργασία.
Λεξικό Δέντρο
adducent
adducer
adducing
adduce



























