Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
self-perceived
01
αυτο-αντιληπτός, αντιληπτός από τον εαυτό
identified by oneself in a particular way, regardless of how others may see it
Παραδείγματα
His self-perceived weakness was actually a strength.
Η αυτοαντιληπτή του αδυναμία ήταν στην πραγματικότητα μια δύναμη.
Her self-perceived status did n't match how others saw her.
Η αυτοαντιληπτή της κατάσταση δεν ταίριαζε με το πώς την έβλεπαν οι άλλοι.



























