LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Self-medicate
/sˈɛlfmˈɛdɪkˌeɪt/
/sˈɛlfmˈɛdᵻkˌeɪt/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "self-medicate"
to self-medicate
ΡΉΜΑ
01
αυτοθεραπεία
to attempt to medicate oneself without the doctor's permission
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App