Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
self-mutilation
/sˈɛlfmjˌuːɾɪlˈeɪʃən/
/sˈɛlfmjˌuːtɪlˈeɪʃən/
Self-mutilation
01
αυτοτραυματισμός, αυτοπληγή
the act of harming oneself by making wounds as a sign of mental illness
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αυτοτραυματισμός, αυτοπληγή