LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Self-mutilation
/sˈɛlfmjˌuːtɪlˈeɪʃən/
/sˈɛlfmjˌuːɾɪlˈeɪʃən/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "self-mutilation"
Self-mutilation
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
αυτοακρωτηριασμός
the act of harming oneself by making wounds as a sign of mental illness
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App