Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Self-pity
01
αυτολύπηση, λύπηση για τον εαυτό
a feeling of sorrow or pity for oneself, often due to perceived misfortune, leading to a sense of helplessness or victimhood
Παραδείγματα
She wallowed in self-pity after the breakup, unable to move on.
Βυθίστηκε στην αυτολύπηση μετά το χωρισμό, ανίκανη να προχωρήσει.
His constant self-pity made it difficult for him to take responsibility for his actions.
Η συνεχής αυτολύπηση του του έκανε δύσκολο να αναλάβει την ευθύνη για τις πράξεις του.



























