Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to self-medicate
/sˈɛlfmˈɛdᵻkˌeɪt/
/sˈɛlfmˈɛdɪkˌeɪt/
to self-medicate
01
αυτοθεραπεύομαι, θεραπεύω τον εαυτό μου χωρίς την άδεια του γιατρού
to attempt to medicate oneself without the doctor's permission
Transitive



























