Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
censorious
01
κριτικός, αυστηρός
(of one's behavior) severely criticizing and disapproving
Παραδείγματα
The teacher 's censorious remarks discouraged students from sharing their ideas in class.
Οι κριτικές παρατηρήσεις του δασκάλου αποθάρρυναν τους μαθητές να μοιραστούν τις ιδέες τους στην τάξη.
The article received a censorious review, highlighting flaws and shortcomings.
Το άρθρο έλαβε μια απαξιωτική κριτική, επισημαίνοντας ελαττώματα και ελλείψεις.
Λεξικό Δέντρο
censorious
censor



























