Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
disapproving
01
αποδοκιμαστικός, καταδικαστικός
expressing a negative opinion or lack of approval about something or someone
Παραδείγματα
She gave him a disapproving look when he arrived late to the meeting.
Του έριξε μια αποδοκιμαστική ματιά όταν έφτασε αργά στη συνάντηση.
His disapproving remarks about the new policy made it clear he did n't support the changes.
Οι αποδοκιμαστικές του παρατηρήσεις για τη νέα πολιτική έκαναν σαφές ότι δεν υποστήριζε τις αλλαγές.
Λεξικό Δέντρο
disapproving
approving
approve



























