Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to disarrange
01
ανακατώνω, αποδιοργανώνω
to make something disorganized
Παραδείγματα
His careless handling of the documents will inevitably disarrange the entire filing system.
Η απρόσεκτη μεταχείρισή του στα έγγραφα θα αναστατώσει αναπόφευκτα ολόκληρο το σύστημα αρχειοθέτησης.
The children disarranged the living room while playing with their toys.
Τα παιδιά ακατάστασαν το σαλόνι ενώ παίζανε με τα παιχνίδια τους.
Λεξικό Δέντρο
disarrange
arrange



























