Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
cartilage bone
/kˈɑːɹɾɪlɪdʒ bˈoʊn/
/kˈɑːtɪlɪdʒ bˈəʊn/
Cartilage bone
01
χόνδρινο οστό, οστό που προέρχεται από χόνδρο
a transformed cartilaginous structure that has undergone ossification
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
χόνδρινο οστό, οστό που προέρχεται από χόνδρο