Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
cartoonishly
01
καρικατουριστικά
in an exaggerated, unrealistic, or overly simplified way, resembling the style or behavior found in cartoons
Παραδείγματα
He cartoonishly raised his eyebrows in mock surprise.
Σήκωσε τα φρύδια του καρικατουριστικά προσποιούμενος έκπληξη.
The villain laughed cartoonishly as he revealed his plan.
Ο κακός γέλασε καρικατουριστικά καθώς αποκάλυπτε το σχέδιό του.



























