Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
preemptively
01
προληπτικά, με προληπτικό τρόπο
in a way that prevents something from happening by taking action ahead of time
Παραδείγματα
She preemptively addressed the issue before it became a bigger problem.
Αντιμετώπισε προληπτικά το ζήτημα πριν γίνει μεγαλύτερο πρόβλημα.
The team preemptively prepared for any challenges that might arise.
Η ομάδα προετοιμάστηκε προληπτικά για οποιεσδήποτε προκλήσεις που μπορεί να προκύψουν.
Λεξικό Δέντρο
preemptively
preemptive
preempt



























