Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
preemptive
01
προληπτικός, προκαταρκτικός
done before something else happens to prevent a problem or danger
Παραδείγματα
The army took a preemptive action to stop the enemy before they attacked.
Ο στρατός έλαβε μια προληπτική δράση για να σταματήσει τον εχθρό πριν επιτεθεί.
She bought insurance as a preemptive measure against future accidents.
Αγόρασε ασφάλεια ως προληπτικό μέτρο ενάντια σε μελλοντικά ατυχήματα.
Λεξικό Δέντρο
preemptively
preemptive
preempt



























