Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
prefabricated
01
προκατασκευασμένος
(particularly of a piece of furniture or building) made in parts that can be easily and quickly put together
Λεξικό Δέντρο
prefabricated
prefabricate
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
προκατασκευασμένος
Λεξικό Δέντρο