Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
prefatory
01
προεισαγωγικός, εισαγωγικός
put or said at the beginning of a book, speech, or other work as an introduction or explanation
Παραδείγματα
The author 's prefatory remarks provided insight into the inspiration behind the novel.
Οι προκαταρκτικές παρατηρήσεις του συγγραφέα έδωσαν μια εικόνα της έμπνευσης πίσω από το μυθιστόρημα.
The professor ’s prefatory comments set the tone for the lecture that followed.
Τα προκαταρκτικά σχόλια του καθηγητή έθεσαν τον τόνο για τη διαλέξη που ακολούθησε.
Λεξικό Δέντρο
prefatory
pref



























