Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
majorly
01
πολύ, τεράστια
used to emphasize a strong feeling, reaction, or quality
Παραδείγματα
I was majorly impressed by her performance.
Ήμουν πολύ εντυπωσιασμένος από την απόδοσή της.
He got majorly burned when the plan backfired.
Έπαθε σοβαρά όταν το σχέδιο απέτυχε.
02
κυρίως, κατά κύριο λόγο
used to show that something is true in the main or most significant way
Παραδείγματα
He was majorly involved in organizing the community event.
Ήταν κυρίως εμπλεκόμενος στην οργάνωση της κοινωνικής εκδήλωσης.
The film was majorly focused on the life of the artist rather than his work.
Η ταινία επικεντρώθηκε κυρίως στη ζωή του καλλιτέχνη παρά στο έργο του.
Λεξικό Δέντρο
majorly
major



























