LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Outspend
/aʊtspˈɛnd/
/ˈaʊtˌspɛnd/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "outspend"
to outspend
ΡΉΜΑ
01
ξεπερνάω
to spend more money than somebody else
Παράδειγμα
The
multinational
corporation
has
deep pockets
,
enabling
them
to
outspend
smaller
competitors
in
marketing
and
research
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App