Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Outskirts
01
προάστια, περιφέρεια
the outer areas or parts of a city or town
Παραδείγματα
Many families choose to live on the outskirts of the city to enjoy a quieter lifestyle while still having access to urban amenities.
Πολλές οικογένειες επιλέγουν να ζουν στα προάστια της πόλης για να απολαμβάνουν έναν πιο ήσυχο τρόπο ζωής, διατηρώντας παράλληλα πρόσβαση σε αστικές ανέσεις.
The new shopping center was built on the outskirts, making it a convenient destination for residents from nearby neighborhoods.
Το νέο εμπορικό κέντρο χτίστηκε στα προάστια, κάνοντάς το ένα βολικό προορισμό για τους κατοίκους των γειτονικών περιοχών.



























