Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Outsourcing
01
απεξώτερση, υποομάδα
the process of having someone outside of a company provide goods or services for that company
Λεξικό Δέντρο
outsourcing
outsource
out
source
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
απεξώτερση, υποομάδα
Λεξικό Δέντρο
out
source