Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Outsize
01
ασυνήθιστο μέγεθος, πολύ μεγάλο μέγεθος
an unusual garment size (especially one that is very large)
outsize
01
υπερμεγέθης, ασυνήθιστα μεγάλος
much larger than what is expected or regular
Παραδείγματα
The outsize suitcase was needed to fit all the camping gear for the trip.
Η τεράστια βαλίτσα ήταν απαραίτητη για να χωρέσει όλο τον εξοπλισμό κατασκήνωσης για το ταξίδι.
She wore an outsize hat that drew attention at the garden party.
Φορούσε ένα τεράστιο καπέλο που τράβηξε την προσοχή στο πάρτι στον κήπο.
Λεξικό Δέντρο
outsize
out
size



























