Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
outstretched
01
τεντωμένος, επιμηκυμένος
extended in length as far as possible
Λεξικό Δέντρο
outstretched
out
stretched
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
τεντωμένος, επιμηκυμένος
Λεξικό Δέντρο
out
stretched