Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
outwards
01
προς τα έξω, προς το εξωτερικό
in a direction away from the center or inside
Παραδείγματα
The door opened outwards into the hallway.
Η πόρτα άνοιγε προς τα έξω στο διάδρομο.
She pushed the box outwards to make room.
Έσπρωξε το κουτί προς τα έξω για να κάνει χώρο.



























