Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
outwardly
01
εξωτερικά, φαινομενικά
in a manner referring to how things look or appear on the outside
Παραδείγματα
Despite feeling nervous inwardly, she smiled outwardly to project confidence.
Παρόλο που αισθανόταν νευρική εσωτερικά, χαμογέλασε εξωτερικά για να προβάλει αυτοπεποίθηση.
The company outwardly expresses a commitment to sustainability through its eco-friendly practices.
Η εταιρεία εκφράζει εξωτερικά μια δέσμευση για τη βιωσιμότητα μέσω των φιλικών προς το περιβάλλον πρακτικών της.
02
εξωτερικά, στην εμφάνιση
in outward appearance
Λεξικό Δέντρο
outwardly
outward



























