Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
punchy
01
δυναμικός, αποτελεσματικός
having a strong, impactful, or forceful quality
Παραδείγματα
She delivered a punchy presentation that captivated the audience's attention.
Παρουσίασε μια δυναμική παρουσίαση που συνεπήρε την προσοχή του κοινού.
His punchy writing style made the article engaging and memorable.
Το δυναμικό στυλ γραφής του έκανε το άρθρο ελκυστικό και αξέχαστο.
Λεξικό Δέντρο
punchy
punch



























