Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Punctuality
01
ακρίβεια, προθεσμία
the habit or characteristic of being consistently on time
Παραδείγματα
Punctuality is highly valued in professional settings.
Η ακρίβεια εκτιμάται ιδιαίτερα σε επαγγελματικά περιβάλλοντα.
His punctuality made a strong impression during the interview.
Η ακρίβειά του έκανε ισχυρή εντύπωση κατά τη διάρκεια της συνέντευξης.
Λεξικό Δέντρο
punctuality
punctual
punctu



























