Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
punctiliously
01
σχολαστικά, επιμελώς
in a very careful and precise way, especially about correct behavior, rules, or details
Παραδείγματα
He punctiliously followed the protocol outlined in the manual.
Ακολούθησε μεταμελώς το πρωτόκολλο που περιγράφεται στο εγχειρίδιο.
The butler punctiliously set the table with each utensil in its exact place.
Ο μπάτλερ μεταμελώς έβαλε το τραπέζι με κάθε σκεύος στη σωστή του θέση.
Λεξικό Δέντρο
punctiliously
punctilious



























