Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Acumen
01
οξυδέρκεια, αγχίνοια
sharp judgment and quick decision-making, especially in practical or professional matters
Παραδείγματα
Her business acumen helped the company grow quickly.
Η επιχειρηματική της οξυδέρκεια βοήθησε την εταιρεία να αναπτυχθεί γρήγορα.
He showed strong political acumen during the campaign.
Έδειξε ισχυρή πολιτική οξυδέρκεια κατά τη διάρκεια της εκστρατείας.
02
ακμή, οξύτητα
a pointed shape
Παραδείγματα
The acumen of the blade allowed for precise cutting.
Η οξύτητα της λεπίδας επέτρεψε ακριβή κοπή.
The sculpture ended in a sharp acumen that drew the eye.
Το γλυπτό τελείωνε σε μια αιχμηρή ακμή που τραβούσε το βλέμμα.



























