Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
actuarial
01
αναλογιστικός, αναλογιστική
relating to the statistical assessment of risk, especially in insurance, finance, or pension planning, based on mathematical models and probability
Παραδείγματα
The company hired actuarial experts to evaluate its long-term liabilities.
Η εταιρεία προσέλαβε αναλογιστικούς ειδικούς για να αξιολογήσει τις μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις της.
Actuarial tables help insurers predict life expectancy and set premiums.
Οι αναλογιστικοί πίνακες βοηθούν τους ασφαλιστές να προβλέψουν το προσδόκιμο ζωής και να καθορίσουν τα ασφάλιστρα.
Λεξικό Δέντρο
actuarial
actuary



























