acuity
a
ə
α
cui
ˈkjuə
κγουα
ty
ti
τι
British pronunciation
/ɐkjˈuːɪti/

Ορισμός και σημασία του "acuity"στα αγγλικά

01

διανοητική οξύτητα, οξυδέρκεια

the ability to think clearly and grasp ideas fast
example
Παραδείγματα
Her mental acuity made her the fastest problem-solver in the group.
Η νοητική της οξύτητα την έκανε την ταχύτερη λύτρια προβλημάτων στην ομάδα.
He showed great acuity during the debate, catching flaws in every argument.
Έδειξε μεγάλη οξύτητα κατά τη διάρκεια της συζήτησης, εντοπίζοντας ελαττώματα σε κάθε επιχείρημα.
02

οξύτητα, σαφήνεια

sharpness of the senses, especially sight and hearing
example
Παραδείγματα
The pilot's visual acuity was tested before every flight.
Η οξύτητα της όρασης του πιλότου δοκιμαζόταν πριν από κάθε πτήση.
Owls have incredible auditory acuity, allowing them to hunt in the dark.
Οι κουκουβάγιες έχουν απίστευτη ακουστική οξύτητα, που τους επιτρέπει να κυνηγούν στο σκοτάδι.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store