actuality
ac
ˌæk
αικ
tua
ˈʧuæ
τσουαι
li
λα
ty
ti
τι
British pronunciation
/ˌækt‍ʃuːˈælɪti/

Ορισμός και σημασία του "actuality"στα αγγλικά

01

πραγματικότητα, ενεργότητα

the state or quality of being real, existing, or true
example
Παραδείγματα
The documentary provided a glimpse into the actuality of life in a remote village.
Το ντοκιμαντέρ προσέφερε μια ματιά στην πραγματικότητα της ζωής σε ένα απομακρυσμένο χωριό.
It is essential in historical research to distinguish between popular beliefs and the actuality of events.
Είναι απαραίτητο στην ιστορική έρευνα να διακρίνουμε μεταξύ δημοφιλών πεποιθήσεων και της πραγματικότητας των γεγονότων.

Λεξικό Δέντρο

actuality
actual
actu
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store