Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
warranted
01
δικαιολογημένος, θεμελιωμένος
having reasons that are acceptable and valid
Παραδείγματα
Her concerns about the project ’s budget were warranted, given the recent overspending.
Οι ανησυχίες της για τον προϋπολογισμό του έργου ήταν δικαιολογημένες, δεδομένης της πρόσφατης υπερβολικής δαπάνης.
His anger was warranted due to the repeated mistakes made by the team.
Ο θυμός του ήταν δικαιολογημένος λόγω των επαναλαμβανόμενων λαθών της ομάδας.
Λεξικό Δέντρο
unwarranted
warranted
warrant



























