Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
warring
01
πολεμών, εχθρικός
involved in hostilities
Παραδείγματα
The warring nations signed a temporary ceasefire.
Τα εμπόλεμα έθνη υπέγραψαν προσωρινή εκεχειρία.
Warring factions fought for control of the territory.
Οι εμπόλεμες φατρίες πολέμησαν για τον έλεγχο της επικράτειας.
Λεξικό Δέντρο
warring
war



























