warship
war
ˈwɔr
ουορ
ship
ˌʃɪp
σιπ
British pronunciation
/wˈɔːʃɪp/

Ορισμός και σημασία του "warship"στα αγγλικά

01

πολεμικό πλοίο, καράβι του πολέμου

a ship that is made for war and has weapons
Wiki
example
Παραδείγματα
The warship's advanced technology enhanced its combat capabilities.
Η προηγμένη τεχνολογία του πολεμικού πλοίου ενίσχυσε τις πολεμικές του δυνατότητες.
The warship patrolled international waters to deter piracy.
Το πολεμικό πλοίο περιπολούσε σε διεθνή ύδατα για να αποτρέψει τη πειρατεία.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store