LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Sketching
/skˈɛtʃɪŋ/
/ˈskɛtʃɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "sketching"
Sketching
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the act of quickly drawing something without many details
Παράδειγμα
During
the
sketching
session
,
students
experimented
with
carbon pencils
to
achieve
dramatic
contrasts
and
tonal
variations
.
The
artist
preferred
sketching
on
lined paper
to
guide
her
drawings
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App