Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
skeptically
01
σκεπτικά, με σκεπτικισμό
with doubt, questioning, or a lack of immediate acceptance
Παραδείγματα
She skeptically eyed the new product, unsure if it would live up to its advertised features.
Κοίταξε το νέο προϊόν με σκεπτικισμό, αβέβαιη αν θα ανταποκρινόταν στα διαφημιζόμενα χαρακτηριστικά του.
He listened skeptically to the presenter's claims, prompting him to investigate further for verification.
Άκουσε σκεπτικά τις ισχυρισμούς του παρουσιαστή, πράγμα που τον ώθησε να διερευνήσει περαιτέρω για επαλήθευση.
Λεξικό Δέντρο
skeptically
skeptical
skeptic



























