Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Worsening
01
επιδείνωση, χειροτέρευση
having a tendency to become unfavorable
Παραδείγματα
The patient's worsening condition required immediate medical attention.
Η επιδεινομένη κατάσταση του ασθενούς απαιτούσε άμεση ιατρική προσοχή.
The worsening economic situation led to widespread unemployment.
Η επιδεινούμενη οικονομική κατάσταση οδήγησε σε εκτεταμένη ανεργία.
02
επιδείνωση, κατάπτωση
process of changing to an inferior state
worsening
01
επιδεινούμενος, χειροτερεύων
becoming progressively worse or more severe
Παραδείγματα
The worsening weather conditions forced the event to be canceled.
Οι επιδεινούμενες καιρικές συνθήκες ανάγκασαν την ακύρωση της εκδήλωσης.
The team's worsening performance led to a change in coaching.
Η επιδεινούμενη απόδοση της ομάδας οδήγησε σε αλλαγή προπονητή.
Λεξικό Δέντρο
worsening
worsen



























