Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to worsen
01
επιδεινώνω, χειροτερεύω
to become less desirable, easy, or tolerable
Intransitive
Παραδείγματα
His health condition began to worsen after he stopped taking his medication.
Η κατάσταση της υγείας του άρχισε να επιδεινώνεται αφού σταμάτησε να παίρνει τα φάρμακά του.
The economic situation in the country continues to worsen, leading to increased unemployment.
Η οικονομική κατάσταση στη χώρα συνεχίζει να επιδεινώνεται, οδηγώντας σε αύξηση της ανεργίας.
02
επιδεινώνω, χειροτερεύω
to make something get worse or more unfavorable than it was before
Transitive: to worsen a condition
Παραδείγματα
Ignoring a minor injury can worsen the overall condition over time.
Η αγνόηση ενός μικρού τραυματισμού μπορεί με την πάροδο του χρόνου να επιδεινώσει τη γενική κατάσταση.
Heavy rainfall can worsen the condition of poorly maintained roads.
Οι ισχυρές βροχοπτώσεις μπορούν να επιδεινώσουν την κατάσταση των κακώς συντηρούμενων δρόμων.
Λεξικό Δέντρο
worsened
worsening
worsening
worsen



























