Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
wistful
01
νοσταλγικός, μελαγχολικός
expressing longing or yearning tinged with sadness or melancholy, often for something unattainable or lost
Παραδείγματα
Walking past the park where they used to play as children, he felt a wistful pang of nostalgia for simpler times.
Περπατώντας δίπλα στο πάρκο όπου έπαιζαν ως παιδιά, ένιωσε ένα μελαγχολικό τσούξιμα νοσταλγίας για πιο απλές εποχές.
The wistful melody of the song reminded him of bittersweet memories from his past.
Η νοσταλγική μελωδία του τραγουδιού του θύμισε πικρόγλυκες αναμνήσεις από το παρελθόν του.
Λεξικό Δέντρο
wistfully
wistfulness
wistful



























