wisp
wisp
wɪsp
ουισπ
British pronunciation
/wˈɪsp/

Ορισμός και σημασία του "wisp"στα αγγλικά

01

μια τούφα, μια τσακίσα

a small thin bunch of something, such as hair, grass, etc.
02

ένα σμήνος από μπεκατσίνια, μια ομάδα μπεκατσίνια

a flock of snipe
03

ένα μικρό δεμάτι άχυρου ή σανό, μια μικρή δέσμη άχυρου ή σανό

a small bundle of straw or hay
04

ένα μικρό άτομο, ένα μικρό πλάσμα

a small person

Λεξικό Δέντρο

wisplike
wispy
wisp
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store