Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Wisp
01
μια τούφα, μια τσακίσα
a small thin bunch of something, such as hair, grass, etc.
02
ένα σμήνος από μπεκατσίνια, μια ομάδα μπεκατσίνια
a flock of snipe
03
ένα μικρό δεμάτι άχυρου ή σανό, μια μικρή δέσμη άχυρου ή σανό
a small bundle of straw or hay
04
ένα μικρό άτομο, ένα μικρό πλάσμα
a small person
Λεξικό Δέντρο
wisplike
wispy
wisp



























