Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Blowout
01
γκέι γιορτή, γκέι πάρτι
a gay festivity
02
έκρηξη, ξαφνική βλάβη
a sudden and serious failure of a part or device, leading to immediate malfunction or stoppage
Παραδείγματα
The blowout of the gas well led to a significant environmental crisis.
Η έκρηξη του φρεατίου αερίου οδήγησε σε σημαντική περιβαλλοντική κρίση.
The blowout in the pipeline caused a temporary shutdown of operations.
Η έκρηξη στον αγωγό προκάλεσε προσωρινή διακοπή των εργασιών.
03
εύκολη νίκη, απλή επιτυχία
an easy victory
04
έκρηξη, σκάσιμο ελαστικού
a sudden bursting of a tire, often while driving
Παραδείγματα
We had to pull over on the highway because of a blowout on the front tire.
Χρειάστηκε να σταματήσουμε στην εθνική οδό λόγω σκασίματος του μπροστινού ελαστικού.
The truck swerved dangerously after experiencing a blowout at high speed.
Το φορτηγό έκανε επικίνδυνη ελιγμό μετά από έκρηξη ελαστικού σε υψηλή ταχύτητα.
05
γιορτή, συμπόσιο
a large and lavish feast, often with excessive food and drink
Παραδείγματα
We had a huge Thanksgiving blowout with turkey, stuffing, and endless desserts.
Είχαμε μια τεράστια γιορτή των Ευχαριστιών με γαλοπούλα, γέμιση και ατελείωτα επιδόρπια.
His birthday party turned into a blowout, with a buffet that could feed an army.
Το πάρτι γενεθλίων του μετατράπηκε σε γλέντι, με ένα μπουφέ που θα μπορούσε να ταΐσει έναν στρατό.



























