wily
wi
ˈwaɪ
ουαι
ly
li
λι
British pronunciation
/wˈa‍ɪli/

Ορισμός και σημασία του "wily"στα αγγλικά

01

πανούργος, πονηρός

skillful in achieving what one desires, especially through deceptive means
example
Παραδείγματα
The wily salesman used his charm and persuasion to close deals that others could n't.
Ο πανούργος πωλητής χρησιμοποίησε τη γοητεία και την πειθώ του για να κλείσει συμφωνίες που άλλοι δεν μπορούσαν.
The wily fox quietly approached the chicken coop, looking for an opportunity to snatch a meal.
Η πανούργα αλεπού πλησίασε ήσυχα το κοτέτσι, ψάχνοντας για μια ευκαιρία να αρπάξει ένα γεύμα.

Λεξικό Δέντρο

wiliness
wily
wile
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store