Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Weightlift
01
άρση βαρών, σωματοδόμηση
bodybuilding by exercise that involves lifting weights
to weightlift
01
σηκώνω βάρη, κάνω άρση βαρών
lift weights
Λεξικό Δέντρο
weightlift
weight
lift
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
άρση βαρών, σωματοδόμηση
σηκώνω βάρη, κάνω άρση βαρών
Λεξικό Δέντρο
weight
lift