LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Visiting
/vˈɪzɪtɪŋ/
/ˈvɪzɪtɪŋ/
Noun (1)
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "visiting"
Visiting
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
επίσκεψη
the activity of making visits
visiting
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
επίσκεψη
temporarily teaching or conducting research at an institution
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App